Ο χριστιανικός ναός και οι επιρροές του από την αρχαιότητα
- Οι αρχαιοελληνικές και οι χριστιανικές αντιλήψεις για τον "ναό"
- Συνοπτική ιστορία της χριστιανικής ναοδομίας
- Η διακόσμηση του χριστιανικού ναού και η σχέση της με την αρχαία ελληνική τέχνη
- Περιγραφή ορθόδοξου χριστιανικού ναού
- Επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής και του αρχαίου ελληνικού θεάτρου στη δομή και τη λειτουργικότητα της χριστιανικής εκκλησίας
Η λέξη "ναός" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ναίω» που σημαίνει κατοικώ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο ναός ήταν η κατοικία του Θεού. Αυτή την αντίληψη είχαν και άλλοι λαοί, όπως οι Εβραίοι. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο ναός διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.
Βασική διαφορά στις αντιλήψεις για τη λειτουργία του ναού αποτελεί το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν έμπαιναν μέσα στο ναό για προσευχή, αλλά λάτρευαν τις θεότητές τους στους βωμούς που υπήρχαν έξω από το ναό. Μέσα στο ναό εισέρχονταν μόνο το ιερατείο, για να διακονήσει το θεό. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι ο ναός δεν είχε κτισθεί για τους πιστούς, αλλά για τον Θεό. Στο χριστιανισμό όμως και κυρίως στην Ορθοδοξία ο ναός έχει εντελώς διαφορετική λειτουργία και εξυπηρετεί διαφορετικές αντιλήψεις. Πιο συγκεκριμένα ο ναός στη χριστιανική θρησκεία δεν θεωρείται κατοικία Θεού, αλλά ο χώρος όπου συνάζεται και στεγάζεται η Εκκλησία, το σύνολο των πιστών, της οποίας το όνομα προέρχεται από το ρήμα εκκαλέω-ῶ που σημαίνει συνάζω. Αυτοί οι τόποι συγκέντρωσης των πιστών ονομάστηκαν ναοί. Βέβαια η παρουσία του Κυρίου στο ναό όπου συνάζονται οι πιστοί θεωρείται βέβαιη και η ιερότητα του χώρου είναι μεγάλη. Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός είχε πει ότι όπου «βρίσκονται δύο ή τρεις άνθρωποι συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί βρίσκομαι και εγώ ανάμεσά τους» (Ματθ. 18:20).
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια η ανάγκη της σύναξης των πιστών για κοινή προσευχή και τέλεση της Θείας Ευχαριστίας οδήγησε στη χρήση ευρύχωρων οικιών που ανήκαν σε πιστούς της κάθε χριστιανικής κοινότητας. Κατά την περίοδο των διωγμών οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν για τις συγκεντρώσεις τους απόμερες οικίες, χώρους στην ύπαιθρο, σπήλαια και κυρίως τις κατακόμβες, όπου συνάζονταν μυστικά τη νύχτα. Στις κατακόμβες, που ήταν υπόγειες δαιδαλώδεις στοές, θάβονταν και οι νεκροί εκείνη την εποχή, αφού συχνά ήταν ιδιωτικά κοιμητήρια εύπορων χριστιανών.
Οι πρώτοι ιδιόκτητοι χριστιανικοί ναοί χτίζονται από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. χάρη στην ένταξη των χριστιανικών κοινοτήτων στις λεγόμενες «Ταφικές Εταιρείες». Αυτές είχαν το δικαίωμα να έχουν ιδιόκτητο χώρο συνάθροισης των μελών τους και κοιμητήριο. Αυτές οι πρώτες εκκλησίες, στραμμένες συνήθως προς την ανατολή, είχαν απλό σχήμα και έμοιαζαν με τις βασιλικές ή ήταν περίκεντρα και οκταγωνικά κτήρια. Αυτές οι εκκλησίες ονομάζονταν «Ευκτήρια», «Κυριακά», «Βασιλικές» και «Μαρτύρια», αφού ήταν συχνά κτισμένες πάνω σε τάφους μαρτύρων. Η αρχαιότερη περιγραφή χριστιανικού ναού που έχουμε αφορά το ναό του Παυλίνου στην Τύρο (313-322), η οποία περιγράφεται από τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο. Ο ναός αυτός φαίνεται ότι διέθετε τα τρία βασικά μέρη του χριστιανικού ναού, νάρθηκα, κυρίως ναό και Ιερό Βήμα. Αυτοί οι πρώτοι ναοί είχαν απλή διακόσμηση με συμβολικές παραστάσεις (Σταυρός, ΙΧΘΥΣ, μονόγραμμα Χριστού…) ή καθαρά διακοσμητικές (άνθη, καρποί, παραδείσια πτηνά…). Φαίνεται ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ναούς δημεύτηκαν κατά τη διάρκεια των διωγμών εναντίον των χριστιανών, κυρίως από το Δέκιο, και αποδόθηκαν αργότερα πίσω σε αυτούς.
Μετά το τέλος των διωγμών η χριστιανική Εκκλησία άρχισε να ανεγείρει μεγάλους ναούς σε ολόκληρη την επικράτεια, για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες του μεγάλου αριθμού πιστών που ολοένα αποκτούσε. Αυτές είναι οι περίφημες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές. Πρόκειται για επιμήκη οικοδομήματα, τα οποία εσωτερικά διαιρούνταν με σειρές κιόνων σε κλίτη, ενώ στην ανατολική πλευρά κατέληγαν στην κόγχη του Ιερού (ημικυκλική αψίδα). Οι ναοί αυτοί κυριάρχησαν τον 4ο και 5ο αιώνα.
Τον 6ο αιώνα, όταν το βυζαντινό κράτος ισχυροποιείται και η ορθοδοξία κυριαρχεί, εμφανίζεται ο τύπος της τρουλαίας Βασιλικής. Πρόκειται στην ουσία για μια Βασιλική με περιορισμένο μήκος στην οποία προστίθεται ένα τρούλος στη στέγη του μεγάλου κλίτους. Πρόκειται για κτίσματα ιδιαίτερα επιβλητικά.
Ύστερα από τρεις αιώνες μεταβατικής ναοδομίας τελικά τον 9ο αιώνα διαμορφώνεται ο κατ’ εξοχήν βυζαντινός ρυθμός, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο. Σε αυτό το ρυθμό το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο, ενώ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του σχηματίζεται ένας σταυρός που καλύπτεται από έναν ή πέντε τρούλους.
Οι χριστιανοί έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη διακόσμηση του εσωτερικού χώρου των εκκλησιών τους, αφού μέσα σε αυτόν γίνεται η σύναξη των πιστών, η λατρεία του Θεού και η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Ειδικά η Ανατολική Εκκλησία συνεχίζει την αρχαιοελληνική παράδοση του κάλλους και της αρμονίας, μόνο που προσθέτει σε αυτή λειτουργικό χαρακτήρα. Αξιοποιεί δηλαδή την αρχαιοελληνική κλασική τέχνη, όχι μόνο για να έχει υψηλά αισθητικά αποτελέσματα, αλλά για να εξυπηρετήσει και τις λειτουργικές της ανάγκες.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η Γλυπτική: Η τέχνη που υπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό την ειδωλολατρία αξιοποιήθηκε από τους χριστιανούς για τη διακόσμηση των ναών τους. Στην Ανατολική Εκκλησία βέβαια δεν χρησιμοποιούν τη γλυπτική για τη δημιουργία αγαλμάτων, αλλά την αξιοποιούν στα κιονόκρανα που διακοσμούν τους κίονες των ναών, σε θωράκια, Άγιες Τράπεζες, Βαπτιστήρια, κρύπτες, σύνθρονα. Σημαντικό ρόλο στους χριστιανικούς ναούς παίζει η ξυλογλυπτική με πιο χαρακτηριστικά τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα τέμπλα, τα προσκυνητάρια, τα παγκάρια, τα πλαίσια των εικόνων, τα στασίδια των εκκλησιών…
- Η Ζωγραφική: Η βυζαντινή ζωγραφική γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά τα χρόνια της εικονομαχίας (9ος αι.) και έφτασε στο απόγειό της τον 14ο αι. Και η βυζαντινή ζωγραφική είναι συνέχεια της αρχαιοελληνικής, γεγονός που αποδεικνύεται από τις προσωπογραφίες της Αρσινόης (Φαγιούμ) της Αιγύπτου, οι οποίες είναι ο σύνδεσμος μεταξύ της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής ζωγραφικής. Η ζωγραφική είναι ο κατεξοχήν τρόπος διακόσμησης των ορθόδοξων ναών. Κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής ζωγραφικής είναι η αφαίρεση, προκειμένου να αποδώσει το ιδανικό.
- Τα ψηφιδωτά: Μέρος της ζωγραφικής διακόσμησης των ναών είναι τα ψηφιδωτά, τα οποία θεωρούνταν αυτοκρατορική τέχνη, αφού μόνο οι αυτοκράτορες μπορούσαν να τα χρηματοδοτήσουν, αφού ήταν πολύ ακριβό το κόστος κατασκευής τους.
Ο ορθόδοξος χριστιανικός ναός αποτελείται από τρία μέρη, τον νάρθηκα, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα, δομή που παραμένει αναλλοίωτη από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν επικράτησε στην ανατολική ορθόδοξη εκκλησία ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, τότε παγιώθηκαν και άλλα στοιχεία, εκτός από τη δομή, που χαρακτηρίζουν τους χριστιανικούς ναούς μέχρι τις μέρες μας, όπως η θέση διάφορων αντικειμένων και το εικονογραφικό πρόγραμμα ενός ναού. Σκοπός όλων αυτών είναι, μπαίνοντας ο πιστός μέσα στο ναό, να ξεχνά τα εγκόσμια και να έρχεται σε επαφή με το Θεό, παίρνοντας τα απαραίτητα μηνύματα.
Πιο συγκεκριμένα:
- το Ιερό Βήμα: στο ανατολικό άκρο του ναού βρίσκεται πάντα το Ιερό Βήμα σε υψηλότερο επίπεδο από τον υπόλοιπο ναό, κατ’ επίδραση των ρωμαϊκών βασιλικών. Ο χώρος αυτός θωρείται ιερός, γιατί εκεί τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό επιτρέπεται η είσοδος μόνο των κληρικών, ενώ στα βυζαντινά χρόνια είχε δικαίωμα να εισέλθει και ο αυτοκράτορας. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές το τέμπλο αποτελούνταν από μικρούς κιονίσκους που ενώνονταν με μαρμάρινα ή ξύλινα θωράκια. Αργότερα προστέθηκαν οι μεγάλες εικόνες και σιγά-σιγά πήρε τη σημερινή του μορφή. Το Ιερό Βήμα συνδέεται με τον κυρίως ναό μέσω τριών θυρών. Από την κεντρική πύλη, που ονομάζεται Ωραία Πύλη, εισέρχονται στο Ιερό μόνο οι ιερείς.
- ο κυρίως ναός: πρόκειται για το μέρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, προκειμένου να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν στα ιερά μυστήρια. Γι’ αυτό και καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη επιφάνεια του ναού. Ο σολέας είναι το μέρος του κυρίως ναού όπου τελούνται τα μυστήρια και οι διάφορες τελετές. Βρίσκεται μπροστά από το Ιερό Βήμα σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από τον υπόλοιπο ναό και δύο με τρία σκαλοπάτια χαμηλότερα από το Ιερό. Ο σολέας στα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Βήμα των Αναγνωστών. Στον κυρίως ναό υπάρχουν ακόμα ο δεσποτικός θρόνος στα νότια του σολέα, τα αναλόγια όπου ψέλνουν οι ψάλτες και ο άμβωνας απ’ όπου διαβάζεται το Ευαγγέλιο (αυτά μπορεί να βρίσκονται μέσα στον σολέα ή ακριβώς έξω από αυτόν) και τέλος τα καθίσματα των πιστών, τα προσκυνητάρια, τα μανουάλια για τα κεριά και οι πολυέλαιοι.
- ο νάρθηκας ή πρόναος: στο δυτικό τμήμα του ναού βρίσκεται ο νάρθηκας, ο χώρος δηλαδή όπου σήμερα βρίσκεται το παγκάρι του ναού και πωλούνται τα κεριά, οι λαμπάδες ... Στη βυζαντινή εποχή στέκονταν οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες πιστοί. Στις μέρες μας στο χώρο αυτό διαβάζεται από τον ιερέα η κατήχηση του νέου χριστιανού κατά το μυστήριο της Βάπτισης. Μία μεγάλη θύρα και ίσως και άλλες μικρότερες συνδέουν τον νάρθηκα με τον κυρίως ναό και με την αυλή του ναού.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της χριστιανικής εκκλησίας, καθώς μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε αρκετά κοινά αρχιτεκτονικά μέρη μεταξύ των δύο αυτών κτισμάτων. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη των χριστιανών για συμμετοχή στο μυστήριο του θείου δράματος, της θυσίας του Χριστού, που τελείται κάθε φορά κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Πιο έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας παρατηρείται κατά τη διάρκεια των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας. Ας αναφέρουμε ορισμένα από τα κοινά χαρακτηριστικά των κτισμάτων αυτών. Η βασιλική του 5ου αιώνα ήταν μακρόστενη, χωρισμένη εσωτερικά κατά μήκος σε τμήματα με σειρές κιόνων. Αυτή η αρχιτεκτονική δομή θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη δομή των αρχαίων ελληνικών ναών. Οι περίκεντροι όμως χριστιανικοί ναοί, όπως ο ναός της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό το αρχαίο ελληνικό θέατρο, του οποίου φαίνεται να είναι άμεση συνέχεια. Επειδή στους ναούς αυτούς υπήρχε πρόβλημα με τη στήριξη του τρούλου, δημιουργήθηκε σταδιακά ένας πιο απλός ρυθμός που έδινε λύση στο πρόβλημα αυτό, η βασιλική με τρούλο. Στο εσωτερικό του χριστιανικού ναού κυριαρχούν οι κίονες και τα κιονόκρανα, κυρίως κορινθιακού ρυθμού με κάποιες παραλλαγές, τα λεγόμενα Θεοδοσιανά κιονόκρανα. Πιο συγκεκριμένες ομοιότητες στα μέρη του αρχαίου θεάτρου και του χριστιανικού ναού είναι τα ακόλουθα:
1. η σκηνή του αρχαίου θεάτρου αντιστοιχεί με το Ιερό,
2. το προσκήνιο, που ήταν μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή, ανάμεσα στα διαστήματα των οποίων βρίσκονταν ζωγραφικοί πίνακες και θυρώματα που απέδιδαν τρεις πύλες απ’ όπου έβγαιναν οι υποκριτές, αντιστοιχεί με το τέμπλο και τις τρεις πύλες του,
3. οι πάροδοι αντιστοιχούν με τους διαδρόμους δεξιά και αριστερά που σκεπάζονται με το γυναικωνίτη,
4. ο χορός που έμπαινε από τη δεξιά και την αριστερή πάροδο και συνδιαλεγόταν με τους ηθοποιούς αντιστοιχεί με τους δεξιούς και τους αριστερούς ψάλτες,
5. οι κερκίδες, όπου κάθονταν οι θεατές και παρακολουθούσαν την παράσταση, αντιστοιχούν με το χώρο όπου κάθονται οι πιστοί και παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία και γενικά τα μυστήρια της εκκλησίας στα οποία μετέχουν.